αμοιβάδωση

αμοιβάδωση
Λοιμώδης νόσος, πολύ μεταδοτική, η οποία οφείλεται στην ιστολυτική αμοιβάδα που ζει στο παχύ έντερο. Το μονοκύτταρο αυτό πρωτόζωο εγκαθίσταται στο λεπτό έντερο του ανθρώπου. Κλινικά, η νόσος διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια μορφή· στην πρώτη περίπτωση, την οξεία, ο άρρωστος αισθάνεται δυνατούς πόνους στην κοιλιά και μεγάλη εξασθένηση, έχει πολύ συχνές διαρροϊκές κενώσεις με βλέννες και αίμα στα κόπρανα. Η οξεία μορφή διαρκεί κατά μέσο όρο 10-15 μέρες και συνήθως μεταβάλλεται σε χρόνια μορφή, της οποίας η πορεία είναι εξαιρετικά μακροχρόνια, με αυτόματες υποχωρήσεις των διαταραχών, που εναλλάσσονται με παροξύνσεις. Τα συμπτώματα της χρόνιας μορφής είναι γαστρεντερικές διαταραχές (περίοδοι δυσκοιλιότητας με περιόδους ευκοιλιότητας, κοιλιακοί πόνοι που συχνά μοιάζουν με συμπτώματα άλλων παθήσεων όπως η σκωληκοειδίτιδα, το γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος κλπ.) και γενική κατάπτωση. Πρέπει να αναφερθεί επίσης το ενδεχόμενο μετανάστευσης της ιστολυτικήςαμοιβάδαςαπό το έντερο στον εγκέφαλο ή στο συκώτι, όργανα στα oποία μπορεί να φτάσει μέσα από τη λεμφική ή αιματική οδό και όπου μπορεί να σχηματίσει αμοιβαδικό απόστημα.
* * *
η Ιατρ.
η παρουσία στο έντερο τού ανθρώπου υπό συνθήκες συμβιωτικού παρασιτισμού τού πρωτόζωου ιστολυτική αμοιβάδα (Entamoeba histolytica), καθώς και η νόσος που υπό ορισμένες συνθήκες προκαλείται από το παράσιτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμοιβάδωση — η (ιατρ.), αρρώστια που την προκαλεί η αμοιβάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμοιβαδικός — ή, ό [αμοιβάδα] 1. αυτός που οφείλεται σε αμοιβάδωση* 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από αμοιβάδωση, ο αμοιβαδοπαθής …   Dictionary of Greek

  • αμοιβάδες — οι Ζωολ. μονοκύτταροι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στα Ριζόποδα Πρωτόζωα, και συγκεκριμένα στις Γυμναμοιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγιας προελεύσεως όρο, που προήλθε < αρχ. ἀμοιβάς, άδος (< ἀμοιβὴ) «η εναλλασσόμενη, αυτή που χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • δυσεντερία — Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η …   Dictionary of Greek

  • αμοιβάδα — Πρωτόζωο της ομοταξίας των ριζοπόδων, είδος κοινό στα γλυκά νερά. Το μέγεθός του φτάνει το πολύ ένα χιλιοστό, στην α. πρωτέα.Χαρακτηριστικός είναι o τρόπος που κινείται: στερείται μεμβράνης και το κυτταρόπλασμα προεκτείνεται με μορφή ριζοειδών ή… …   Dictionary of Greek

  • βαλαντίδιο — (balantidium). Γένος βλεφαριδωτών πρωτόζωων της οικογένειας των βαλαντιιδών. Ζουν παρασιτικά στο πεπτικό σύστημα θηλαστικών και πολλές φορές του ανθρώπου. Είναι μονοκύτταροι μικροσκοπικοί οργανισμοί (0,1 0,5 χιλιοστά) ελλειψοειδούς σχήματος, με… …   Dictionary of Greek

  • Παναγιωτάτου, Αγγελική — (1878 – 1954). Γιατρός και λογία από την Κεφαλονιά. Υπήρξε η πρώτη χρονολογικά φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ειδικεύτηκε στη μικροβιολογία και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εργάστηκε κυρίως ως μικροβιολόγος και… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτικές ασθένειες — (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”